- ρεζιλεύω
- Ν [ρεζίλι]1. γελοιοποιώ, εξευτελίζω κάποιον, τόν καταντροπιάζω2. διαπομπεύω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρεζιλεύω — ρεζιλεύω, ρεζίλεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ρεζιλεύω — εψα, εύτηκα, εμένος, γελοιοποιώ, καταντροπιάζω: Τον ρεζίλεψε σ όλη τη γειτονιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αισχύνω — (Α αἰσχύνω) 1. ντροπιάζω, αμαυρώνω, ρεζιλεύω 2. μέσ. ντρέπομαι, ντροπιάζομαι, αισθάνομαι αισχύνη αρχ. 1. κάνω άσχημο, ασχημίζω, παραμορφώνω («αἱματόεν ρέθος αἰσχύνει» Σοφ. Αντιγόνη, 529) 2. ατιμάζω (γυναίκα), μοιχεύω 3. περιφρονώ, απαξιώ 4. μέσ.… … Dictionary of Greek
καταισχύνω — (AM καταισχύνω) 1. ατιμάζω, ντροπιάζω («οὐ καταισχυνῶ ὅπλα τὰ ἱερά») 2. κάνω κάποιον να αισθανθεί μεγάλη ντροπή, τόν καταντροπιάζω, τόν ρεζιλεύω μσν. αρχ. μέσ. καταισχύνομαι αισθάνομαι ντροπή μπροστά σε κάποιον, ντρέπομαι αρχ. (με απρμφ.)… … Dictionary of Greek
κατασπιλώνω — (Α κατασπιλῶ, όω) [κατάσπιλος] 1. γεμίζω κάποιον κηλίδες, καταρρυπαίνω, καταλερώνω 2. καταντροπιάζω, ρεζιλεύω κάποιον … Dictionary of Greek
μασκαρεύω — και μασκαρεύγω [μασκαράς (I)] 1. ντύνω μασκαρά κάποιον, μεταμφιέζω 2. εξευτελίζω, γελοιοποιώ, ρεζιλεύω 3. μέσ. μασκαρεύ(γ)ομαι α) ατιμάζομαι β) αστειεύομαι, περιπαίζω … Dictionary of Greek
ονειδίζω — (ΑΜ ὀνειδίζω) [όνειδος] 1. διατυπώνω προσβλητική κατηγορία εναντίον κάποιου, κατηγορώ, ψέγω 2. επιτιμώ, επιπλήττω, («ὀνειδίζετε τοῑς ἀδικοῡσιν», Λυσ.) 3. περιπαίζω, χλευάζω 4. καταντροπιάζω, ρεζιλεύω … Dictionary of Greek
πομπιάζω — Ν 1. διαπομπεύω, εξευτελίζω, ρεζιλεύω 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) πομπιασμένος, η, ο α) ο άξιος πομπεύματος β) κακοήθης και αναιδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πομπή «όνειδος, ντροπή» + κατάλ. ιάζω* (πρβλ. κομπ ιάζω)] … Dictionary of Greek
ρεζίλεμα — το, Ν [ρεζιλεύω] 1. πράξη ή πάθημα που προκαλεί γελοιοποίηση, εξευτελισμό, ντρόπιασμα 2. γελοιοποίηση, εξευτελισμός, ντρόπιασμα 3. διαπόμπευση … Dictionary of Greek
γεβεντίζω — γεβεντισμένος, ρεζιλεύω, διασύρω κάποιον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)